δεύρο

δεύρο
δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α)
1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.)
2. φρ. «τὰ δεῡρο» — τα αισθητά όντα
3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και αποδείξεις) ως αυτό το σημείο («μέχρι μὲν οὖν δὴ δεῡρο τοῡ λόγου καλῶς μὲν ἄν ἔχοι»)
4. (χρησιμοποιούμενο ως παρακελευσματικό μόριο με β' εν. πρόσ. προστ.) εδώ! από δω! εμπρός! («ἀλλ' ἄγε δεῡρο», Ιλ.) (με το β' πληθ. σε χρήση το δεύτε)
5. (χωρίς ρήμα) «δεῡρο σύ», «Θεαίτητε, δεῡρο παρά Σωκράτη» (Πλάτ., Θεαίτ.)
6. πήγαινε προς («δεῡρο πρὸς τοὺς προφήτας», ΠΔ)
7. (για χρόνο) μέχρι τώρα, μέχρι εδώ, έως τώρα («καὶ δεῡρό γ' ἀεί τὴν τύχην οὐ μέμφομαι» (Αισχ., Ευμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δεύρο πιθ. < *δε-υρο < *δε-αυρο (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου «πέδευρα
ύστερα» όπου το λακων πέδευρα < πεδά- *αυρα). Το α' συνθετικό της λ. δεύρο είναι προφανώς το επιθηματικό στοιχείο -δε*, που εδώ λειτουργεί ως προθεματικό. Η λ. δεύρο, με αρχική επιρρηματική σημασία «εδώ», εξέλαβε προστακτική χροιά «έλα εδώ» (πρβλ. λιθ. aure, λέξη συνώνυμη του δεύρο, καθώς και αρμ. ur «προς τα εδώ» < *ure, ουμβρ. uru «εκεί»). Παράλληλοι τύποι του δεύρο είναι: ο αιολ. τ. δεύρυ (πρβλ. άλλυ-δις*)
ο τ. δευρί με το επιτατικό δεικτικό -ί, τού οποίου άλλη μορφή είναι το δευρεί, εύχρηστο από το 400 μ.Χ.
ο τ. δεύρω σχηματισμένος κατά το πρόσ(σ)ω
ο μεμονωμένος τ. δεύρε ενικού αριθμού που σχηματίστηκε σύμφωνα με ρηματικούς τύπους προστακτικής σε -ε, ενώ το δεύτε, τ. πληθυντικού αριθμού που διατηρήθηκε στην Νέα Ελληνική, προέρχεται από το δεύρο (πρβλ. δεύρο ίτε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεῦρο — hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῦρ' — δεῦρο , δεῦρο hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευρί — δεῦρο hither indeclform iota̱intens (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύρω — δεῦρο hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευρί — επίρρ. (Α) αττ. επιτ. τ. τού δεύρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεύρο] …   Dictionary of Greek

  • ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… …   Dictionary of Greek

  • τή — Α (επικ. προστ. ως επιφών.) να, άκου (α. «τῆ, σπεῑσον Διὶ πατρί» Ομ. Ιλ. β. «τῆ, πίε οἶνον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τ. οργανικής πτώσης σχηματισμένος από το θ. το τού οριστικού άρθρου (πρβλ. IE *tod, βλ. λ. ο, η, το), ο οποίος αντιστοιχεί με το… …   Dictionary of Greek

  • au-4, u- (: u̯ē̆-, u̯o-) —     au 4, u (: u̯ē̆ , u̯o )     English meaning: that; other     Deutsche Übersetzung: Pronominalstamm “jener”, also gegenũberstellend “alter, alius”, “andrerseits, hinwiederum”, in zwei aufeinanderfolgenden Satzgliedern gesetzt “dér einerseits… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • овамо — нареч. там, туда , церк., сербск. цслав. овамо δεῦρο, болг. овам – то же, сербохорв. о̀вамо, словен. оvа̑m. От *оvъ (см. овый), как ст. слав. тамо от тъ (см. там, тот) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”